Απομεσήμερο καλοκαιριού


  Τα παιδιά παίζαν στο κάμπο . Ο παππούς σκυφτός και λιγομίλητος απολάμβανε τη στιγμή. Τα χρόνια είχαν περάσει αδυσώπητα από πάνω του . Οι τρικυμίες της ζωής τον είχαν μαραζώσει. Παρόλα αυτά όμως διατηρούσε ακόμα βαθιά μέσα του ζωντανή τη φλόγα του αιώνιου έφηβου. Αγαπούσε πάρα πολύ τη ζωή . Τώρα στα βαθιά του γεράματα γευόταν με ευγνωμοσύνη τον ήλιο , τη θάλασσα, το παιχνίδι των μικρών παιδιών και καθετί  που σκιρτούσε για ζωή.
  Η μπάλα των παιδιών κατρακύλησε στα πόδια του. Μονομιάς σηκώθηκε χαμογελώντας και με μια επιδέξια κλωτσιά σκόραρε στο αυτοσχέδιο τέρμα. Ο μεγάλος πλάτανος που σκέπαζε με μαεστρία τη σκιά τους άρχισε να κουνιέται. Τα φύλλα του θροΐζαν.  Μέσα στη ζέστη του απομεσήμερου γλυκές μελωδίες ακουγόταν από τους μικρούς μας επισκέπτες. Τα πουλιά κελαηδούσαν. Οι γρύλοι συνόδευαν με επιδεξιότητα και το καλοκαίρι χόρευε σε ξεχωριστούς ρυθμούς .    

Σχόλια