Ανοίξαν οι ουρανοί

   Πάσχα στο χωριό. Ο Διονύσης το περίμενε πως και πως. Ετοίμασε από νωρίς τις βαλίτσες του. Θα πήγαινε να συναντήσει το φίλο του τον Αναστάση στο χωριό. Ήταν φίλοι από παιδιά και ο δεσμός αυτός κρατούσε γερά. Τόσο που όταν ο Αναστάσης γνώρισε τη Μυρτώ ζήτησε από τον Διονύση να τους παντρέψει. Χαρά που  έκανε τότε ο Διονύσης δεν λέγεται. Κερνούσε όλο το χωριό για μέρες.

  Ο γάμος έγινε σε ένα ξωκλήσι λίγες ημέρες μετά το δεκαπενταύγουστο. Ένα δεντράκι συντρόφευε το μυστήριο κάτω από το οποίο και έγινε. Γαμπρός και  νύφη λάμπανε και με τα μάτια δίνανε υποσχέσεις αιώνιας δέσμευσης. Στη μέση του μυστηρίου ένα αεράκι ήρθε να αλλάξει το σκηνικό. Από τον ήλιο στη συννεφιά. Όπως και στη ζωή σκέφτηκε η Μυρτώ και έπιασε σφιχτά το χέρι του Αναστάση. Το Ισαΐα -όταν αναφωνεί ο Πάτερ- έγινε υπό τον ψιθυριστό ήχο της ψιχάλας. Όταν τελείωσε η τελετή του γάμου η βροχή είχε επιβάλλει για τα καλά τη παρουσία της. Οι ομπρέλες ανοίξανε. Η χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των μελλόνυμφων. Οι ευχές και το ρύζι πέφτανε σαν  καταιγίδα. 

Έβαλα μια δυνατή φωνή που αντήχησε σε όλο τον υπαίθριο χώρο.

- Να ζήσετε...!

Σχόλια