Τον λένε Ρίκο.Τον φωνάζω μικρέ μου πιτσιρίκο. Γρατζουνάει με τα νύχια του τον καναπέ, τις πόρτες το χαλί. Γαντζώνεται από το μπατζάκι του παντελονιού μου προσπαθώντας να ανέβει στην αγκαλιά μου. Παίζουμε κρυφτό. Κρύβεται μέσα στη μπανιέρα και πίνει το στάσιμο νερό. Κρύβεται στην ντουλάπα.
Πάλι σήμερα τον έβαλα μέσα στο σπίτι και ξεκινήσαμε το παιχνίδι.
-ψιψιψι Ρίκο μου, που είσαι;
νιαου ακούστηκε μια φωνή από την κουζίνα. Τον βρήκα ανεβασμένο στο πάγκο με τη μουσούδα του χωμένη μέσα στην κατσαρόλα, να γλύφει τα μουστάκια του.
- Έξω Ρίκο του φώναξα.
Τον έβγαλα στο περβάζι . Γαντζώθηκε από τα κάγκελα του σπιτιού μας και με ένα σάλτο πήδηξε στον κήπο. Χώθηκε ανάμεσα στις τριανταφυλλιές. Αφού πρώτα τον γάβγισε δυο -τρεις φορές ο σκύλος μας ο Μαξ. Ακολούθησε με βήμα ταχύ την γάτα του γείτονά μας, την Παγωτένια και βγήκε στο δρόμο. Η κίνηση εκείνη την ώρα ήταν μεγάλη Πετάχτηκα έντρομος στο δρόμο κι άρχισα να τους κυνηγάω.Ο Ρίκος νιαούριζε κι έτρεχε δίπλα στη Παγωτένια που δεν έλεγε να σταματήσει. Ανέβηκαν σε ένα δέντρο και πήδηξαν στην οροφή του κοντινού καταστήματος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου