Άκου


 Πόσα χρόνια περάσανε κι εκείνος στεκόταν αγέρωχος και φιλικός. Είναι η ζεστασιά που ανέδυε και σου έδινε ένα αίσθημα σιγουριάς . Όταν μας τον πρωτοφέρανε θυμάμαι ήταν μια κρύα μέρα των Χριστουγέννων . Μόλις είχα γυρίσει από τα ψώνια του γιορτινού τραπεζιού. Τα σχολεία είχαν κλείσει . Τα παιδιά ήταν σπίτι .Καρτερούσαν την άφιξη του καναπέ. Καφέ το χρώμα του σαν το χρώμα της ζεστής σοκολάτας . Γονείς , αδέρφια , συγγενείς καθίσανε και ζεσταθήκανε στη γωνιά του .

 Συζητήσεις με αγάπη αλλά και ένταση ειπώθηκαν . 

-Γι αυτό σου λέω γιέ μου και να με ακούσεις. Μην γίνεσαι δέσμιος του καναπέ. Βγες απ την άνεσή που σου προσφέρει. Κυνήγησε τα όνειρά σου με όλη σου την ορμή. Πήγαινε κόντρα στο ρεύμα.  Ποτέ μην κρίνεις ανθρώπους. Μπες στα παπούτσια τους. Αγάπησε. Συγχώρεσε. Τόλμησε. Να θυμάσαι η οικογένειά σου και οι φίλοι σου είναι ότι πολυτιμότερο έχεις. Φρόντισε τους . Και προπάντων έχε σαν φυλαχτό τούτο.Τα παιδιά δεν θέλουν συμβουλές. Παράδειγμα θέλουν. Η πίστη σου και η ελπίδα σου να μη χαθεί. Δόξα τω Θεώ να λες σε κάθε δυσκολία που θα έχεις.  Ευγνωμοσύνη και για τα εύκολα και για τα δύσκολα. 

Η γιαγιά μου σηκώθηκε απ την καρέκλα της. Έριξε ένα σάλι στη πλάτη της και έσειρε το βήμα της μέχρι τη βεράντα. 

Σχόλια